- κυριώτερα
- κῡριώτερα , κύριοςhaving powerneut nom/voc/acc comp plκῡριώτερα , κύριοςhaving powerneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυριωτέρα — κῡριωτέρᾱ , κύριος having power fem nom/voc/acc comp dual κῡριωτέρᾱ , κύριος having power fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) κῡριωτέρᾱ , κύριος having power fem nom/voc/acc comp dual κῡριωτέρᾱ , κύριος having power fem nom/voc comp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριωτέρᾳ — κῡριωτέρᾱͅ , κύριος having power fem dat comp sg (attic doric aeolic) κῡριωτέρᾱͅ , κύριος having power fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek